βουβώνας

βουβώνας
ο και βουβώνα, η (AM βουβών)
συνήθως στον πληθ. το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα, η κοιλότητα ανάμεσα στην κοιλιά και στους μηρούς
(αρχ. -μσν.) πρήξιμο στη βουβωνική χώρα
μσν.
πανούκλα
αρχ.
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε με επίθημα -ών, -ώνος όπως και άλλα μέρη του σώματος (πρβλ. μυών, σιαγών κ.ά.), συνδέεται δε ετυμολογικώς με αρχ. ινδ. gavīnī, θηλ. δυϊκού αριθμού, με την ίδια περίπου σημασία, αλλά διαφορετικό σχηματισμό. Εάν γίνει αποδεκτή η σχέση με το βουνός «λόφος», τότε η αρχική σημ. της λ. θα είναι «οίδημα στον βουβώνα» ή, αλλιώς, η λ. βουβών θα έχει προέλθει από μια λ. της καθημερινής γλώσσας με την ίδια σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουβώνας — ο το μέρος του σώματος ανάμεσα στο μηρό και το υπογάστριο: Πρήστηκε στο βουβώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουβῶνας — βουβών groin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούβαστις — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου. Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη θεά της Αιγύπτου, η οποία είχε κεφάλι γάτας και το αιγυπτιακό της όνομα ήταν Μποομπάστη. Η πόλη ήταν χτισμένη στο δέλτα του Νείλου, με ναό της πολιούχου θεάς, και την 3η χιλιετία π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • δερματομυκητίαση — Κάθε δερματική μυκητιασική λοίμωξη. Συνήθως προσβάλλει υγρά σημεία που καλύπτονται από ρούχα, όπως είναι ο βουβώνας. * * * η παρασιτική νόσος τού δέρματος που οφείλεται σε μύκητες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”